Οι συνέπειες της πυρκαγιάς που κατέκαψαν στις 16 και 17 Αυγούστου 7.000 στρέμματα δάσους στην περιοχή μεταξύ Καλλιράχης και Μαριών στη Θάσο, αγγίζουν το φυσικό περιβάλλον, τον πληθυσμό της περιοχής, την αισθητική του τοπίου της Θάσου και τελικά και τον τουρισμό, κατά συνέπεια την οικονομία της περιοχής, σε περιόδους ιδιαίτερα δύσκολες.
Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν θα σταματήσει να επισημαίνει την ανάγκη πρόληψης για τις δασικές πυρκαγιές, που γίνονται κάθε χρόνο και πιο καταστροφικές, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων και της έλλειψης πολιτικής πρόληψης και οργάνωσης για την αντιμετώπισή τους, αλλά και την ανάγκη ευαισθητοποίησης των πολιτών ώστε να μειωθεί ο αριθμός των περιστατικών που οφείλονται σε αμέλεια.
Τα παραπάνω πρέπει να αποτελέσουν επιτέλους βασική προτεραιότητα της Πολιτείας και των αρμόδιων υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας. Η στήριξη των υπηρεσιών με οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να είναι συνεχής. Δεν μπορεί το όνομα της οικονομικής κρίσης να έχουμε περικοπές στους τομείς της πρόληψης, καθώς χάνονται ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, το περιβάλλον υποβαθμίζεται και ταυτόχρονα τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των ανθρώπων του Πυροσβεστικού Σώματος αλλά και των εθελοντών που δίνουν τη μάχη με τις φλόγες χωρίς την κατάλληλη στήριξη.
Τα 7.000 στρέμματα δάσους που κάηκαν στην Θάσο, δεν ήταν από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές που έχει γνωρίσει το νησί, ούτε και αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία. Ιδιαίτερα τη δεύτερη ημέρα, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού αλλά και των εθελοντών ήταν αξιέπαινη. Ωστόσο, ανησυχία προκαλούν τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα έπονται.
Αν και τα αίτια της πυρκαγιάς δεν έχουν ακόμη διαλευκανθεί πλήρως, η επικρατέστερη εκδοχή κάνει λόγο για εντοπισμό της πρώτης ανάφλεξης σε παλιά χωματερή που λειτουργούσε ακόμη παράνομα.
Αν επαληθευτεί αυτή η εκδοχή τότε οι ευθύνες της Δημοτικής αρχής είναι τεράστιες, καθώς έχει επιτρέψει με τις παραλείψεις της τη συνέχιση ενός απαράδεκτου και επικίνδυνου καθεστώτος διαχείρισης απορριμμάτων.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες σε επίσκεψη στον Δήμαρχο Θάσου της περιφερειακής Συμβούλου της ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Γεροστεργίου Κατερίνας και κλιμακίου των ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ ΠΡΑΣΙΝΩΝ είχε επισημανθεί το θέμα των παράνομων χωματερών και της επί πολλά χρόνια κωλυσιεργίας στο θέμα της αντιμετώπισης της ορθολογικής διαχείρισης απορριμμάτων.
Η αρκετά επιτυχής προσπάθεια περιορισμού και κατάσβεσης της πυρκαγιάς δεν θα πρέπει να κάνει τους αρμόδιους να εφησυχάσουν για τη διαχείριση και την αποκατάσταση της καμμένης περιοχής. Πρόκειται για μια περιοχή που έχει καεί και κατά το παρελθόν, στις μεγάλες πυρκαγιές του 1989 και του 1994 και η αποκατάστασή της δεν είχε προχωρήσει ικανοποιητικά. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και οι εκτάσεις της Τραχείας Πεύκης που κάηκαν και που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσαν να αναγεννηθούν εκ του φυσικού τους, καθώς πρόκειται για πυροεπαγόμενο είδος, τώρα θα πρέπει να ενισχυθούν με τεχνητές φυτεύσεις, ώστε να συμπληρωθεί το μειωμένο σποροαπόθεμα.
Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τις εκτάσεις της Μαύρης Πεύκης των μεγαλύτερων υψομέτρων, καθώς πρόκειται για είδος που δεν αναγεννάται φυσικά μετά από πυρκαγιά. Γι' αυτό το λόγο, αλλά και για το γεγονός ότι αποτελεί είδος προτεραιότητας σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία των Οικοτόπων, το Δασαρχείο Θάσου είχε διεξάγει ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης τα προηγούμενα χρόνια.
Το ότι η περιοχή είχε ξανακαεί θέτει έντονα και το πρόγραμμα αντιμετώπισης της εδαφικής διάβρωσης. Σε πολλά σημεία οι πλαγιές είναι απότομες και η μακρόχρονη έλλειψη υπερκείμενης βλάστησης έχει οδηγήσει στην ελάττωση του εδαφικού στρώματος. Γι' αυτό θα πρέπει να εφαρμοστεί πρόγραμμα αντιδιαβρωτικών επεμβάσεων, με κατασκευή κλαδοπλεγμάτων και κορμοπλεγμάτων.
Τέλος, δεν πρέπει να επαναληφθεί το λάθος των προηγούμενων δεκαετιών, κατά τις οποίες παρατηρήθηκε βόσκηση σε καμμένες εκτάσεις. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει καθυστέρηση της αποκατάστασης των καμμένων εκτάσεων στο νότιο μέρος του νησιού, ακόμη και 20 περίπου χρόνια μετά τις μεγάλες πυρκαγιές. Για το λόγο αυτό, η εφαρμογή της απαγόρευσης της βόσκησης στις φετινές καμμένες περιοχές θα πρέπει να είναι αυστηρή και μακροχρόνια.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να εκπονηθεί άμεσα από το Δασαρχείο Θάσου, με τη βοήθεια και του Δήμου Θάσου, ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και προστασίας της καμμένης έκτασης, το οποίο να εξασφαλίσει και την κατάλληλη χρηματοδότηση. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενισχυθεί το Δασαρχείο, αλλά και να αναλάβει το ίδιο τις πρωτοβουλίες που θα το καταξιώσουν ως πραγματικό προστάτη του περιβάλλοντος στο νησί. Γιατί αν όλα αφεθούν στην τύχη τους, τότε το "πράσινο" νησί μέσα σε λίγες δεκαετίες θα έχει μετατραπεί σε "φαλακρό" νησί.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άκαυτες περιοχές Τραχείας Πεύκης της ΒΑ Θάσου χρειάζονται πολύ μεγαλύτερη προσοχή καθώς περνούν τα χρόνια, ακριβώς λόγω του "πυρόφιλου" χαρακτήρα τους. Αυτά βέβαια απαιτούν αναβάθμιση των θεσμών προστασίας του περιβάλλοντος στο νησί.
Και δεν εννοούμε μόνο το Δασαρχείο, αλλά και τη δημιουργία ειδικού Φορέα Διαχείρισης για τις δυο περιοχές του νησιού που είναι ενταγμένες στο Δίκτυο Natura 2000. Και επειδή οι εποχές είναι δύσκολες, θα μπορούσε αρχικά αυτός ο Φορέας να λειτουργήσει ως παράρτημα του Φορέα Διαχείρισης των Υγροτόπων Θράκης που ήδη υφίσταται για τις εκτεταμένες υγροτοπικές εκτάσεις της απέναντι ακτής.
Τέλος προτείνουμε η Περιφέρεια ΑΜΘ στον στρατηγικό της σχεδιασμό 2014-2010 να δεσμεύσει πόρους, προκειμένου να γίνουν δράσεις προστασίας από τις πυρκαγιές των σημαντικών Δασικών Οικοσυστημάτων της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Για όλα αυτά χρειάζεται και πολιτική πίεση από τους φορείς και τους κατοίκους της Θάσου, κάτι που ευτυχώς διαπιστώνουμε ότι αυξάνεται τα τελευταία χρόνια από νέους κυρίως ανθρώπους που συνειδητοποιούν το ευρύτερο και μακροχρόνιο συμφέρον του τόπου τους.