Μεταξύ μας ούτε καλημέρα δεν λέγαμε. Αλλά σαν έσφιξαν τα πράγματα και ο μισθός του πατέρα μειώθηκε στο μισό, την αδερφή μου την απέλυσαν ακόμη μια φορά από τη δουλειά και οι δικές μου σπουδές κινδύνευαν να τελειώσουν πριν την ώρα τους, αναγκασθήκαμε να συγκεντρωθούμε σαν οικογένεια για να δούμε τι θα κάνουμε.
Αφού σκυλοβριστήκαμε αρχικά, για το ποιος και τι φταίει, η συζήτηση πήρε πιο περπατητό δρόμο. Τρία νοίκια στον αέρα, νερό και ηλεκτρικό απλήρωτα, είπε ο πατέρας. Κάτι πέταξε η μάνα για Σαμαρά και Βενιζέλο και παραλίγο να αρπάξουμε ξανά φωτιά αλλά να ‘ναι καλά η αδελφή μου -ξεκούδουνο πράγμα, δε λέω- αλλά πολλές φορές η βλακεία και το θράσος της μας είχαν σώσει. Η σύνταξη της γιαγιάς, είπε, μασώντας την τσίχλα σαν τη Μαρία Ιωαννίδου στη γνωστή ταινία.
Αναθαρρήσαμε. Ντυθήκαμε με τα καλά μας και νάσου και οι τέσσερις χαρωποί στην πόρτα του γηροκομείου (μετά από πέντε χρόνια παντελούς απουσίας) με γλυκά ανά χείρας και λουλούδια.
Την Κυρία Μελπομένη, είπε η μάνα μου, με το γνωστό μελιστάλακτο, ψεύτικο και υποκριτικό ύφος της, σε μια χοντρή νοσοκόμα που έκανε χρέη ρεσεψιονίστ.
Πήρε κάτι τηλέφωνα αυτή ενώ εμείς καιγόμασταν από αγωνία και ειδικά ο πατέρας, που θα έβλεπε τη μάνα του μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε και οι τύψεις πρέπει να του τρυπούσαν τον εγκέφαλο.
Η κυρία Μελπομένη δεν θέλει να σας δει, μας ενημέρωσε η χοντρή νοσοκόμα, κρατώντας αδιάφορα το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι.
Παγώσαμε. Να της μιλήσω εγώ; Πρότεινε σοκαρισμένος ο πατέρας.
Δεν θέλει, κύριε, επέμεινε η ρεσεψιονίστ, ενώ από το ακουστικό ακουγόταν η φωνή της γιαγιάς: να πάνε στο διάολο τα κοπρόσκυλα-τα μαλακισμένα-τώρα με θυμήθηκαν-τα γαϊδούρια-οκτακόσιες δέκα τρεις αναπάντητες κλήσεις-να τσακιστούν να φύγουν τα ζώα.
Γυρίσαμε απογοητευμένοι στο σπίτι. Φάγαμε τα γλυκά για μεσημέρι και τα λουλούδια τα έβαλε η αδερφή μου στο δωμάτιό της.
Δεν είχαμε άλλη ελπίδα, η σύνταξη της γιαγιάς ήταν η μόνη σωτηρία. Το ίδιο βράδυ, αφού λαδώσαμε μια νοσοκόμα (με δανεικά χρήματα από τον θείο μου), μπουκάραμε από το παράθυρο του πρώτου ορόφου του γηροκομείου στο δωμάτιο της γιαγιάς και την αρπάξαμε, τυλιχτή με το σεντόνι. Μητέρα, μη φοβάσαι, ο Μανώλης ο γιος σου είμαι, της ψιθύρισε ο πατέρας, καθώς προσπαθούσε να τη σηκώσει για να την περάσει από το παράθυρο.
Μανώλη, είσαι ηλίθιος γιε μου, ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς από το διπλανό κρεβάτι, άσε κάτω τη Δημητρούλα -εδώ είμαι- κακό χρόνο να ‘χεις. Περίμενέ με στην εξώπορτα, αχαΐρευτε, και θα ‘ρθω, δεν χρειάζονται τα ακροβατικά σας, χαϊβάνια, ε χαϊβάνια.
Στην επιστροφή ήμασταν αμίλητοι. Σε κάθε ματιά της γιαγιάς στον καθρέφτη του αυτοκινήτου χαμογελούσαμε όλοι μαζί με τον ίδιο αμήχανο τρόπο.
Η γιαγιά, αφού μας στόλισε για τα καλά και τους τέσσερις μέχρι το ξημέρωμα, μας έδειξε την πόρτα από το σπίτι. Στο πεδίο μάχης, φώναξε, εμπρός. Κάτι πήγε να πει η μάνα μου αλλά δεν τόλμησε να τελειώσει τη φράση, η γιαγιά καβάλα στη σύνταξή της έδειχνε τον δρόμο, σαν το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην πλατεία Καρύτση.
του Γιάννη Πάσχου