Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων των δανειστών με την κυβέρνηση, που ξεκίνησαν, μέσω Βρυξελλών, την Τετάρτη, θα είναι εξαιρετικά δύσκολες. Οι λόγοι είναι πολλοί και εξίσου σοβαροί.
Ο πρώτος σημαντικός λόγος είναι ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις γίνονται υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου και για την εξέλιξη αυτή η ευθύνη βαρύνει την Αθήνα. Από τις 20 Φεβρουαρίου που επήλθε η συμφωνία στο Εurogrpoup μέχρι και την Τετάρτη χάθηκαν περίπου 20 μέρες σε θέματα ήσσονος σημασίας, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της χώρας.
Γίνεται δύσκολα κατανοητό το να δίνει η κυβέρνηση διαπραγματευτική μάχη για να μην έρθουν οι εκπρόσωποι των δανειστών στην Αθήνα, αντί να επικεντρώσει την τακτική της στην ουσία, που είναι η επίτευξη επωφελούς συμφωνίας για την επόμενη μέρα. Η σημερινή δεινή θέση της χώρας καθιστά ανούσια οποιαδήποτε συζήτηση για το πώς, πού και από ποιους θα γίνεται η αξιολόγηση. Κανέναν πολίτη δεν τον ενδιαφέρει πλέον η διαδικασία, αλλά το πώς θα βγούμε από το αδιέξοδο.
Εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης καλείται τώρα η Αθήνα να «τρέξει» για την επίτευξη συμφωνίας, ώστε να μπορέσει μέσα στον μήνα ή στις αρχές Απριλίου να εκταμιεύσει ένα μέρος των διαθέσιμων των 7,2 δισ. ευρώ, όχι μόνο γιατί το έχουμε ανάγκη, αλλά κυρίως για να σταλεί το μήνυμα στις αγορές και τους επενδυτές ότι οι εταίροι εξακολουθούν να μας στηρίζουν.
Ο δεύτερος λόγος είναι η έλλειψη «συμμάχων». Δεν είναι τυχαίο ότι τα ταξίδια του κ. Τσίπρα στην Ευρώπη είναι συγκεκριμένα: Ρώμη, Παρίσι, Βρυξέλλες. Θα πρέπει το συντομότερο να προβληματιστούν γι’ αυτό στην κυβέρνηση και να δουν πώς θα το ξεπεράσουν, γιατί η νέα αντιπαράθεση με τη Γερμανία, λόγω των δηλώσεων που φέρεται ότι έκανε εναντίον του κ. Βαρουφάκη και μάλιστα όταν αυτές συνδέονται και με τις πολεμικές αποζημιώσεις, μόνο καλό δεν κάνουν στη χώρα.
Αναφορικά με την ουσία, οι διαπραγματεύσεις θα ήταν δύσκολες σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και χωρίς τα παραπάνω που τις επιβαρύνουν.
Μετά τις ευρωεκλογές, η οικονομία είχε αρχίσει να χάνει δυναμική, απλώς πέρασε σε θετικό πρόσημο χάρη στη θεαματική αύξηση του τουρισμού. Από την ίδια περίοδο σταμάτησαν στην ουσία και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τους τελευταίους 3-4 μήνες με την εκλογολογία και στη συνέχεια με τις εκλογές, αλλά και με τη νέα κυβέρνηση. Σήμερα όλα δείχνουν ότι η απόκλιση σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος θα είναι μεγάλη.
Μια άμεση βελτίωση των σχέσεων της κυβέρνησης με τους εταίρους, με πρωτοβουλία της Αθήνας, θα βελτιώσει το κλίμα κι αυτό είναι σημαντικό για τη συνέχεια. Το αν θα ικανοποιηθούμε πλήρως ή όχι, θα εξαρτηθεί από το πόσο μεγάλος θα είναι ο «λογαριασμός» της απόκλισης που θα βγάλουν οι δανειστές...
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ