Στο Σύνταγμά μας προβλέπεται ως η ύψιστη δημοκρατική διαδικασία, στην οποία μπορούμε να καταφύγουμε σε περιπτώσεις «κρίσιμων εθνικών θεμάτων», με τη ρητή εξαίρεση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Είναι μίας καίριας σημασίας πολιτική επιλογή, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα στους πολίτες να δώσουν άμεσα τις απαντήσεις τους για την κατεύθυνση και το μέλλον της χώρας.
Γιατί, λοιπόν, το δημοψήφισμα μας φοβίζει; Ο λόγος είναι μάλλον η κακή «χρήση» του στην πολιτική ζωή των τελευταίων σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών.
Μετά το δημοψήφισμα του 1974, που καθόρισε το πολίτευμα της χώρας, οι κάλπες άνοιξαν μόνο για την εκλογική διαδικασία. Προτάσεις για δημοψήφισμα, ωστόσο, ακούστηκαν πολλάκις.
Το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστες φορές είχαν να κάνουν με την αδήριτη ανάγκη να εκφραστεί η βούληση των πολιτών, αλλά έρχονταν περισσότερο στο προσκήνιο ως αποτέλεσμα απροθυμίας και αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αναλάβει τις ευθύνες του ή στο πλαίσιο ενός στρεβλού επικοινωνιακού παιχνιδιού.
Κυβερνητικά στελέχη, βουλευτές, εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το έχουν ανά καιρούς επικαλεστεί χωρίς πολλή σκέψη (όχι με επίσημη πρόταση για διεξαγωγή του, αλλά σε τηλεοπτικές και άλλες δημόσιες αντιπαραθέσεις) προκειμένου να υποστηρίξουν αμφιλεγόμενες θέσεις.
Θέσεις που μπορεί ακόμη και να έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα ή το κράτος δικαίου, στη βάση του επιχειρήματος «αυτό θέλει η πλειοψηφία».
Οσο πιο ευαίσθητο είναι ένα θέμα (μεταναστευτική πολιτική, δικαιώματα μειονοτήτων, εθνικά ζητήματα), όσο περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει να διχάσει την κοινωνία, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο πειρασμός για φωνές ακραίες και δημαγωγικές να επικαλεστούν τη «λαϊκή ετυμηγορία».
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι έως και το 1974, στις τρεις από τις επτά συνολικά φορές που είχαμε δημοψήφισμα στην Ελλάδα, διενεργήθηκε από δικτατορικά καθεστώτα. Στην Ελλάδα κουλτούρα δημοψηφίσματος δεν έχουμε.
Αν και πολύτιμο εργαλείο άμεσης δημοκρατίας, δεν φαίνεται να έχει θέση στη σύγχρονη πολιτική ζωή του τόπου.
Οι προτάσεις που ακούγονται κατά καιρούς έχουν να κάνουν περισσότερο με ένα πολιτικό παιχνίδι διλημμάτων, παρά με ουσιαστική επιθυμία για προσφυγή στην κάλπη.
Οσοι, όμως, παίζουν (συνειδητά ή και ελαφρά τη καρδία) με την ιδέα αυτή, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι και για μία ώριμη συζήτηση στην κοινωνία, χωρίς εθνικιστικές κορόνες ή καταστροφολογικές υπερβολές.
Γιατί θα πρέπει να έχουν κατά νου πως πάντα υπάρχει ο φόβος να βγει αληθινός ο Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος έλεγε ότι «στο δημοψήφισμα οι πολίτες απαντούν για όλα, εκτός από το ερώτημα που έχει διατυπωθεί».
ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ