Θέλαμε το κεφάλι μας κάτω από κεραμίδι και τώρα το χτυπάμε στον τοίχο

Θέλαμε το κεφάλι μας κάτω από κεραμίδι και τώρα το χτυπάμε στον τοίχο

20131312 vimatizontas

Σχεδόν οι μισοί Ιταλοί συνταξιούχοι αναγκάζονται να ζητούν δανεικά και βοήθεια από συγγενείς… Αντιθέτως στην Ελλάδα, παιδιά και εγγόνια ζητούν «αμερικάνική βοήθεια» από τους συνταξιούχους γονείς και παππούδες. Ουσιαστικά, οι συντάξεις είναι που συντηρούν χιλιάδες οικογένειες νέων ανθρώπων, οι οποίοι είτε άνεργοι είτε με το εισόδημα που παίρνουν δεν τα βγάζουν πέρα.

Γιατί, για σκεφτείτε το νέο που μπαίνει στην αγορά εργασίας με 450 ευρώ και έχει γονείς συνταξιούχους που παίρνουν από 700-800 ευρώ σύνταξη. Η αφαίμαξη χρημάτων είναι επιβεβλημένη, διαφορετικά, ούτε καν θα το σκεφτεί για οικογένεια, εκτός και αν είναι τυχερός και πάρει προίκα καλή.

Και όμως, ήταν τόσο διαφορετικά πριν λίγα χρόνια… Είχαμε το ελληνικό όνειρο που φάνταζε πολύ προσιτό για πολλούς. Οικογένεια, σπίτι, σχετικά άνετη ζωή και όλα συνυφασμένα με το δημόσιο. Πόσα δις δεν ξόδεψε η ελληνική οικογένεια για να δει το παιδί της σε γραφείο δημόσια υπηρεσίας… Και τώρα που το βλέπει, μπορεί και να μην της αρέσει καθώς η κινητικότητα-διαθεσιμότητα, πάει να σπάσει το ταμπού των απολύσεων στο δημόσιο.

Και τι θα γίνουν τα όνειρα δυο τουλάχιστον γενεών, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε, είχα στρώσει την ζωή μου και τα είχα υπολογίσει όλα ώσπου να πάρω σύνταξη… πάντως το ελληνικό όνειρο το έζησαν πάρα πολλοί και ίσως είναι αυτό ο λόγος που σήμερα τόσο πολλοί το βλέπουν σαν εφιάλτη. Ας δούμε όμως αυτό, το ελληνικό όνειρο, όπως το καταγράφει στο protagon.gr, o Κώστας Γιαννακίδης:

«Για τις γενιές της ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας η ζωή έπαιρνε τον σωστό δρόμο με μία θέση στο δημόσιο, ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι και έναν σύντροφο στο διπλό στρώμα-καλό παιδί/κορίτσι να είναι, το σημαντικότερο. Το ελληνικό όνειρο φτιάχτηκε με απλά υλικά: δουλειά με σίγουρο μισθό, διαμέρισμα με WC, σύζυγος από καλή οικογένεια. Μετράω τα ευρώ του φόρου που πέφτουν σαν πλακάκια επάνω στα τετραγωνικά και σκέφτομαι όλους εκείνους που έδεσαν μία ζωή μέσα σε εκατό μέτρα, κλεισμένα από ροζ τοίχους.

Και μετά θυμάμαι εσένα. «Με το νοίκι παίρνεις σπίτι», δεν έλεγαν; Πήρες το εφάπαξ του γέρου, πούλησες το κτήμα, έδεσες στο δάνειο έναν από τους δύο μισθούς της οικογένειας. Αγόρασες με τριακόσια χιλιάρικα ένα διαμέρισμα που σήμερα δεν κάνει ούτε τα μισά. Πιθανότατα δεν έχεις να το πληρώσεις γιατί η οικογένεια ζει πια με έναν μισθό ή χωρίς μισθό, γλείφει τα σωθικά του κουμπαρά. Και ξέρεις, με τη δόση που είναι να πληρώνεις για 25 χρόνια, θα έμενες τώρα σε σπίτι που το βλέπεις μόνο σε τούρκικο σίριαλ. Θα μου πεις ότι το σπίτι, αν το ξοφλήσεις, θα μείνει στο παιδί. Έλα όμως που το ιδανικό για το παιδί είναι να μη μείνει στο σπίτι, στη χώρα».

Θέλαμε να βάλουμε όλοι το κεφάλι μας κάτω από ένα κεραμίδι και τώρα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Και το χτυπάμε δυνατά, γιατί δεν θέλαμε μόνο τρία δωμάτια, θέλαμε και για τα παιδιά, για τους επισκέπτες, πολλές φορές ανέβαιναν στα ύψη τα τετραγωνικά, γιατί απλά δεν μπορούσαμε να πάρουμε λιγότερα από τον συνάδελφο στο γραφείο, από τον μπατζανάκη και πάει λέγοντας.

Είναι απίστευτο πως 10 εκατομμύρια έλληνες δεν αντιληφθήκαμε ότι το ελληνικό όνειρο που χτίστηκε πάνω στο ιδιόκτητο σπίτι (και στο εξοχικό στη θάλασσα, το εξοχικό στο βουνό, στο συντηρημένο στο χωριό), θα μας έφερνε στην σημερινή κατάσταση. Με τόσα πτυχία να κυκλοφορούν στην πιάτσα, είναι αδιανόητο που δεν καταλάβαμε ότι μια οικονομία δεν μπορεί να στηθεί πάνω στην ιδιόκτητη κατοικία, όταν μάλιστα η αγορά της γινόταν με δάνειο και όταν όλο το σύστημα βασιζόταν σε δανεικά.

Ούτε που μας πέρασε από το μυαλό ότι το σύστημα της οικοδομής, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν δημιουργούσε τόσης έκτασης εισόδημα για τόσους πολλούς απασχολούμενους σε αυτή.

Και το χειρότερο, τόσα χρόνια το βλέπαμε αυτό το όνειρο, έναν ονειροκρίτη δεν ανοίξαμε, σε μια καφετζού δεν πήγαμε, τα χαρτιά δεν τα ρίξαμε, έτσι για μας το …εξηγήσουν το όνειρο.