Την πρώτη ανεξιχνίαστη υπόθεση, από μια σειρά δολοφονιών που συνέβησαν το διάστημα 1888 – 1889, αποτέλεσε η δολοφονία μιας ιερόδουλης τα ξημερώματα 3ης Απριλίου 1888 στην κακόφημη συνοικία του Whitechapel στο Ανατολικό Λονδίνο. Αρκετές από αυτές αποδίδονται στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, τον πιο πολυσυζητημένο κατά συρροή δολοφόνο.
Πέντε φόνοι της εποχής είχαν ένα κοινό σημείο: Τα θύματα ήταν φτωχές πόρνες που είχαν στραγγαλιστεί, τους είχε κοπεί ο λαιμός, και τους είχαν αφαιρεθεί ζωτικά όργανα. Τα χτυπήματα είχαν γίνει με χειρουργική ακρίβεια και όχι τυχαία και άγαρμπα από κάποιον εγκληματία που διακατέχονταν από μίσος, άγχος και νεύρα. Οι φούστες τους ήταν σηκωμένες μέχρι τα πόδια, γεγονός που αποδείκνυε ότι ο Τζακ χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα τον αγοραίο έρωτα που πρόσφεραν ώστε να τις απομονώσει. Η μέθοδός του ήταν πολύ συγκεκριμένη και έχει αναλυθεί σε αρκετά βιβλία που έχουν γραφτεί επί του θέματος. Με τον ίδιο μεθοδευμένο τρόπο, αφαίρεσε τη ζωή και των πέντε άτυχων γυναικών.
Οι δημοσιογράφοι της εποχής είχαν επικεντρωθεί αρκετά στη στυγερότητα των δολοφονιών που τροφοδοτούσαν τις εφημερίδες με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Παρόλη την αγωνία και τον πανικό που είχαν επικρατήσει στην βρετανική πρωτεύουσα, οι αστυνομικές έρευνες έμεναν άκαρπες. Είχαν βέβαια καταφέρει να φτιάξουν ένα στοιχειώδες προφίλ του αιμοσταγή εγκληματία.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Τζακ ήταν ηλικίας μεταξύ είκοσι και σαράντα, λευκός, αναστήματος μετρίου, δεξιόχειρας, με ιατρικές γνώσεις και ίσως με προβλήματα στύσης, καθώς δεν ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με τα θύματα του. Εκτιμούσαν ακόμα οι αρχές ότι ήταν άτομο πλήρους απασχόλησης, αφού μόνο τα Σαββατοκύριακα ανέπτυσσε την αιμοσταγή δράση του, ενώ δεν θα έπρεπε να ήταν παντρεμένος, αφού είχε την δυνατότητα για πολλές ώρες να γυρίζει στους δρόμους, προκειμένου να εντοπίσει τα θύματά του.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1888, φθάνει στα γραφεία του Κεντρικού Πρακτορείου Ειδήσεων του Λονδίνου, ένα γράμμα που ξεκινούσε με τα παρακάτω λόγια: « Αγαπημένο μου αφεντικό, έχω ξεκινήσει δουλειά με τις πόρνες και δε θα σταματήσω να τις ξεσκίζω». Το γράμμα ανήγγελλε το φόνο μιας γυναίκας, αναφέροντας ότι «θα κουτσουρέψω το αυτί της κυρίας». Το υπέγραφε κάποιος με το ψευδώνυμο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Στην αρχή οι αστυνομικοί δεν έδωσαν σημασία καθώς χιλιάδες επιστολές έφθαναν καθημερινά τόσο στα γραφεία τους όσο και στις εφημερίδες, διεκδικώντας την ταυτότητα του μανιακού δολοφόνου του Λονδίνου. Όμως, όταν τρεις μέρες μετά, βρέθηκε μία ιερόδουλη νεκρή με το αυτί της κομμένο, αναθεώρησαν. Έδωσαν την επιστολή στη δημοσιότητα και έκτοτε ο φονιάς απέκτησε όνομα.
Σε βιβλίο της η Particia Cornwell, πρώην δικαστική ρεπόρτερ και νυν συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων, με τίτλο "Τζακ ο Αντεροβγάλτης: η υπόθεση έκλεισε", παρουσιάζει απτά στοιχεία τα οποία την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον γνωστό Άγγλο ζωγράφο Walter Sikert.
Perierga.gr