«Αυτός δεν είναι λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά... ό,τι μαζέψουμε». Η φράση αυτή διατυπώθηκε στη Βουλή από τον πρώην πρόεδρο της ΡΑΕ, Ν. Βασιλάκο, τον περασμένο Νοέμβριο, όταν απαντώντας στις κατηγορίες βουλευτών της τότε αντιπολίτευσης για υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, υποστήριξε ότι «οι φόροι είναι αυτοί που ανεβάζουν τους λογαριασμούς και όχι η τιμή του ρεύματος, που είναι χαμηλή».
Παρέπεμψε μάλιστα σε στοιχεία που δείχνουν ότι οι φόροι και τα τέλη που εισπράττονται μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ αντιπροσωπεύουν το 30% του ποσού που καλείται να πληρώσει ένα μέσο νοικοκυριό. Πολύ πρόσφατα, η ΔΕΗ χρειάστηκε να διευκρινίσει ότι δεν ευθύνεται η ίδια για τις αυξήσεις που οι καταναλωτές είδαν στους τελευταίους λογαριασμούς τους, στη χρέωση με την ένδειξη Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), ενώ είδαμε τον αρμόδιο υπουργό, Π. Λαφαζάνη, να δηλώνει ότι θα ακυρώσει τις αυξήσεις και να θέτει παράλληλα θέμα επαναπροσδιορισμού αρμοδιοτήτων για την τιμολόγηση του ρεύματος.
Είναι γεγονός ότι το ένα τρίτο του λογαριασμού που οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν στη ΔΕΗ δεν αφορά το κόστος ρεύματος και δεν καταλήγει στα ταμεία της, αλλά μέσω της ΔΕΗ «εισπράκτορα» κατευθύνεται σε άλλα «ταμεία», όπως του Δημοσίου, των δήμων, της ΝΕΡΙΤ και των παραγωγών ΑΠΕ. Αποτέλεσμα αυτού του διευρυμένου εισπρακτικού ρόλου της ΔΕΗ είναι η εκτόξευση των ανεξόφλητων οφειλών από λογαριασμούς ρεύματος σε πάνω από 2 δισ. ευρώ.
Οι καταναλωτές πληρώνουν μέσω του λογαριασμού ρεύματος συνολικά 11 χρεώσεις, εκ των οποίων οι τρεις μόνο σχετίζονται με την ηλεκτρική ενέργεια.
Η χρέωση προμήθειας ρεύματος σε ένα μέσο νοικοκυριό με κατανάλωση 1.600 κιλοβατώρες το τετράμηνο αντιπροσωπεύει το 35% του συνολικού λογαριασμού. Οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις που αφορούν το ρεύμα είναι δύο. Η χρέωση συστήματος μεταφοράς, για την κάλυψη δαπανών συντήρησης, λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος που μεταφέρει την ενέργεια από τις μονάδες παραγωγής στους υποσταθμούς της ΔΕΗ και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, και η χρέωση συστήματος διανομής, για την κάλυψη αντίστοιχων δαπανών του δικτύου που μεταφέρει την ενέργεια από τους υποσταθμούς στα σπίτια μας και στις μικρές επιχειρήσεις. Οι δύο αυτές χρεώσεις μαζί αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του συνολικού λογαριασμού. Δηλαδή, συνολικά το κόστος προμήθειας, μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνει ο κάθε καταναλωτής καλύπτει περίπου το 65% του συνολικού λογαριασμού του.
Το υπόλοιπο 35% καλύπτει δύο ακόμη «ρυθμιζόμενες χρεώσεις», που όμως δεν έχουν σχέση με κατανάλωση, φόρους και τέλη: Χρέωση για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) είναι η πρώτη και Χρέωση για Ειδικό Τιμολόγιο Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) η δεύτερη.
Μέσω της χρέωσης ΥΚΩ, η Πολιτεία έχει μεταφέρει στους καταναλωτές ένα κόστος της τάξεως του 1 δισ. ευρώ ετησίως, το οποίο σε ποσοστό 80%, περίπου, αφορά την ηλεκτροδότηση των νησιών και της Κρήτης, ποσό που θα εξέλιπε εάν είχαν γίνει τα έργα διασύνδεσης. Το υπόλοιπο ποσοστό αφορά το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο και το ειδικό τιμολόγιο των πολυτέκνων.
Με τη δεύτερη χρέωση, ΕΤΜΕΑΡ, η Πολιτεία διαμέσου της ΡΑΕ έχει μεταφέρει στους καταναλωτές την κάλυψη της εγγυημένης τιμής που βάσει νόμου παρέχει στους παραγωγούς των ΑΠΕ. Σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου ΡΑΕ της Ε.Ε., οι χρεώσεις για τις ΑΠΕ στην Ελλάδα εμφάνισαν τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε., με ποσοστό 119%, την περίοδο 2008-2013. Οι χρεώσεις για ΑΠΕ, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, αντιστοιχούν στην Ελλάδα στο 12% του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος.
Η τρίτη κατηγορία χρεώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος αφορά τέλη και φόρους ως εξής:
1. Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης. Επιβλήθηκε για πρώτη φορά το 2010 και στο οικιακό τιμολόγιο ορίστηκε στα 5 ευρώ η μεγαβατώρα.
2. Ειδικό Τέλος 5 επί τοις χιλίοις υπέρ των τελωνειακών υπαλλήλων.
3. Χρεώσεις Δήμων, δηλαδή δημοτικά τέλη, τέλη φωτισμού και τέλος ακίνητης περιουσίας.