
Γράφει στο protagon.grο Μανούσος Μαραγκουδάκης*
Παρατηρώ αυτές τις ημέρες τις διακηρύξεις μελών της νέας κυβέρνησης και αναρωτιέμαι τι σχέση έχουν με την αριστερά. Για παράδειγμα: «Καταργείται το ανώτατο όριο φοίτησης στα πανεπιστήμια» (Κουράκης), «τα μαγαζιά θα παραμείνουν κλειστά τις Κυριακές» (Σταθάκης), «επαναπροσλαμβάνονται οι καθαρίστριες στο Υπουργείο Οικονομικών» (Βαρουφάκης), «επανέρχονται οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια» (Κατρούγκαλος). Παρόλο που αποτελούν δευτερεύοντα και αποσπασματικά ζητήματα ελάσσονος σημασίας, έχουν ένα κοινό, και πιστεύω σημαντικό, χαρακτηριστικό: δίνουν, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι οι υπουργοί, το στίγμα της κυβέρνησης.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν το στίγμα αυτό είναι αριστερό. Η απάντηση, φυσικά, είναι όχι. Δεν είναι αριστερό μέτρο η κυβερνητική υπόδειξη ότι «δεν τρέχει τίποτα αν πάρεις το πτυχίο σου όποτε σε βολεύει». Για τον απλούστατο λόγο ότι μαθαίνει σε έναν νέο άνθρωπο να εκτιμά τον χαβαλέ και τα τυπικά προσόντα, παρά τη μεθοδική προσπάθεια και τα ουσιαστικά προσόντα. Δεν είναι αριστερό μέτρο το κλείσιμο των μαγαζιών την Κυριακή, καθώς ανοιγμένα μαγαζιά σημαίνει περισσότερες θέσεις εργασίας (έστω και μερικής απασχόλησης). Δεν αποτελεί αριστερό μέτρο η επαναπρόσληψη των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς αποτελεί παραβίαση της αρχής «ίση αμοιβή για ίση εργασία». Και δεν αποτελεί αριστερό μέτρο η επαναφορά των αντιπροσώπων των εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια, καθώς αυτό προωθεί τη συντεχνιακή διαφθορά και όχι την «άμεση δημοκρατία»(!!!), όπως υποστηρίζει ο υπουργός.
Αν δεν είναι αριστερό το στίγμα της κυβέρνησης, τότε τι είναι; Η επιβράβευση της ήσσονος προσπάθειας, η πατερναλιστική «προστασία» θνησιγενών επιχειρήσεων και «δικών μας» εργαζομένων, και η συντεχνιακή προστασία των ομοίων μας αποτελούν λαϊκιστικά μέτρα. Τα κοσμοθεωρητικά χαρακτηριστικά αυτού του ελληνικού λαϊκισμού είναι τα εξής:
Ποτέ δεν φταίω εγώ για την άσχημη κατάστασή μου – πάντα φταίει κάποιος άλλος.
Μπορώ να εμπιστεύομαι μόνον την οικογένεια και τους (επαγγελματικά) ομοίους μου.
Το παράπτωμα πρέπει να συγχωρείται διότι με την συγχώρηση αποδεικνύεται η ανθρωπιά μου (και έχω καβάτζα σε περίπτωση που υποπέσω και εγώ σε παράπτωμα).
Ο κόσμος είναι ένας επικίνδυνος τόπος και το κράτος υπάρχει για να προστατεύει και να σώζει τον λαό από αυτόν.
Την αλήθεια την κατέχει μόνον ο αδιαφοροποίητος «λαός» την οποία φανερώνει με τα συναισθηματικά φορτισμένα αιτήματά του (όσο πιο φορτισμένο, τόσο πιο αληθινό).
Υπάρχουν σκοτεινά κέντρα εξουσίας που χειραγωγούν τους λαούς μέσω των διαφόρων ελίτ (ίσως και μέσω ψεκασμών).
Ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση και ενάρετοι πολιτικοί για να την πραγματώσουν.
Αυτές τις νοηματοδοτήσεις μπορούμε να τις βρούμε σε κάθε πολιτικό/ιδεολογικό χώρο στην Ελλάδα (η λαϊκή δεξιά τα ίδια πάνω-κάτω λέει), όμως ταιριάζουν πάνω απ’ όλα στην ελληνική αριστερά, καθώς αυτή έχει το ιδεολογικό προνόμιο της «νεωτερικής συλλογικότητας», έτσι ώστε τελικά τα δύο τους να ταυτίζονται και να θεωρούνται ότι αποτελούν ένα οργανικό σύνολο. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα: Ταυτίζονται η αριστερά με τον λαϊκισμό, η συλλογικότητα με το κοπάδι, και ο αντι-καπιταλισμός με τον κρατισμό.
Σε άλλες χώρες, αριστερά και συλλογικότητα γίνονται αντιληπτά με άλλον τρόπο. Για παράδειγμα, οι Σκανδιναβικές σοσιαλδημοκρατίες έχουν μεν ως διακηρυγμένο αγαθό την κοινωνική συνοχή και ομοιογένεια, όμως συγχρόνως θεωρούν ως δεδομένο την προσωπική ευθύνη, τη λιτή ζωή και την αυτοπειθαρχία. Ο βολονταρισμός, τα προνόμια, και οι ψυχοπονιάρικες φιλανθρωπίες θεωρούνται παραλογισμοί και θερμοκήπια κοινωνικής διαφθοράς και πολιτειακής παρακμής. Μάλιστα, από παρόμοιους (αντι-λαϊκιστικούς) συνδυασμούς ατομικής ευθύνης και πολιτειακής αρετής χαρακτηρίζονται τα περισσότερα Δυτικά κράτη, όποια και αν είναι η (πολιτική) ιδεολογία τους.
Φθάνουμε, λοιπόν, στη βασική αντίφαση του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου: Ενώ τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων συγκινούν πολιτικά προγράμματα συλλογικότητας, ο τρόπος με τον οποίο οραματιζόμαστε (πλειοψηφικά πάντα) την πραγμάτωσή τους είναι λαϊκιστικός· δηλαδή φοβικός και επαρχιώτικος. Η κλειστότητα που χαρακτηρίζει αυτή την κοσμοθεώρηση καταδικάζει σε αποτυχία όλες τις αριστερές διακηρύξεις και οράματα καθώς ο πατερναλισμός, οι πελατειακές σχέσεις και ο κρατισμός καταστρέφουν κάθε είδους πολιτισμικού, εκπαιδευτικού και οικονομικού κεφαλαίου. Ακόμη πιο σημαντικό: η λογική του λαϊκισμού δεν επιτρέπει την απόρρηψή του, καθώς κάθε αποτυχία του προτύπου εξηγείται μέσα από το ίδιο πρότυπο: Αποτύχαμε γιατί μας νίκησαν τα σκοτεινά κέντρα, οι δειλοί/πουλημένοι πολιτικοί, κ.λπ., κ.λπ. Το λαϊκιστικό πρότυπο είναι ανίκητο γιατί είναι ταυτολογικό.
Στην Ελλάδα δεν αντιπαραθέτονται ιδεολογίες, αλλά πολιτισμικά πρότυπα. Μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε από τη θέση κάθε κόμματος έναντι των επτά σημείων που προανέφερα· από τους εναγκαλισμούς ιδεολογικά διαμετρικώς αντίθετων κομμάτων που τυγχάνει να συμφωνούν σε αυτά τα σημεία· και από τις συμβολικές κινήσεις που κάνουν οι νέες κυβερνήσεις για να δώσουν το στίγμα τους.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου